- μαστήριος
- μαστ-ήριος, α, ον,A good at search,
Ἑρμῆς A.Supp.920
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ἑρμῆς A.Supp.920
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαστήριος — μαστήριος, α, ον (Α) [μαστήρ] αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να αναζητά και να βρίσκει κάτι, ο επιτήδειος στην έρευνα («Ἑρμῇ μεγίστῳ προξένῳ μαστηρίῳ», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
μαστηρίῳ — μαστήριος good at search masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)